- ὄμβρημα
- -ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 Ps 77(78),44rainwater; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
όμβρημα — ὄμβρημα, τὸ (ΑΜ) [ομβρώ (Ι)] βρόχινο νερό … Dictionary of Greek
ὀμβρήμασι — ὄμβρημα rain water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρήμασιν — ὄμβρημα rain water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρήματα — ὄμβρημα rain water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρήματος — ὄμβρημα rain water neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)